Εισήγηση Αλέξη Κατεφίδη για τον "Καπνό & προσφυγιά"
Ολοκληρώθηκε με την Εσπερίδα του Σαββάτου 28 Δεκεμβρίου2024 στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου, το πρόγραμμα της «Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Στερεάς Ελλάδας» (Ι.Α.Ε.Δ.Σ.Ε), με έδρα το Αγρίνιο.
Το θέμα της Εσπερίδας ήταν «Καπνός και Προσφυγιά: Η σημασία τους στη Διαμόρφωση του Οικονομικού και Πολιτιστικού Περιβάλλοντος της Αιτωλοακαρνανίας».
-------------------ο---------------------
Εσπερίδα της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με θέμα «Καπνός και προσφυγιά», Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024, αίθουσα εκδηλώσεων της Κοινότητας Αγίου Κωνσταντίνου του Δήμου Αγρινίου
Ομιλία του Αλεξίου Γ. Κατεφίδη, τέως εκπαιδευτικού στο Ελληνικό Γυμνάσιο & Λύκειο Νυρεμβέργης.
Με θέμα: “Οφρύνειον Δαρδανελλίων 1914- Αγρίνιον Τριχωνίδος 1944”
(Aφήγηση ζωής, πολέμου, διωγμού και προσφυγιάς, μεσοπόλεμου κατοχής και θανάτου)
Το Οφρύνειον, ευρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, πάνω στο πορθμό, πέρασμα του Αιγαίου προς την θάλασσα της Προποντίδας και τον Βόσπορο. Ο πορθμός αυτός γνωστός και ως στενά των Δαρδανελλίων ή Ελλήσποντος, χωρίζει τις δύο ηπείρους την Ευρώπη και την Ασία. Το όνομα «Δαρδανέλλια» οφείλεται στη αρχαία πόλη Δάρδανος που είχε κτισθεί στην ασιατική ακτή στο μέσο περίπου του πορθμού. Σήμερα ο πορθμός είναι γνωστός με τη τούρκικη ονομασία Τσανάκκαλε, που προέρχεται από τα κάστρα της περιοχής Τσανάκ Καλεσί, δηλαδή «Φρούρια των Τσανακίων». Τσανάκια ή τσανάκες ονομάζονται τα πήλινα με την χαρακτηριστική υαλώδη επιφάνεια που παράγονται στην περιοχή.
Η περιοχή αυτή είναι γνωστή από τον Τρωϊκό πόλεμο και την Ιλιάδα του Ομήρου. Αργότερα δε ευρύτερα, ως Μυσία, και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ως Οψίκιον.Το Οφρύνειον αναφέρεται στην Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα, όπως και στην ιστορική απόδειξη του Ηρόδοτου. Σύμφωνα δε με τον Στράβωνα, …”το μέν ‘Εκτορος μνήμα εν Οφρυνίω εστί, της Τρωάδος τόπω υψηλώ”…
Όντως από το ύψωμα της κωμόπολης του σημερινού Οφρυνείου φαίνονται, αμφιθεατρικά, το Τρωϊκό πεδίο, τα Δαρδανέλλια, η Λάμψακος, η Καλλίπολις, τα νησιά του βορείου Αιγαίου ακόμη και ο Άθως στην χερσόνησο του Αγίου όρους.
Σήμερα στα Τουρκικά ονομάζεται Ερένκιοϊ, γνωστό και ως Ρένκιοϊ,που είναι και αυτό μια παραφθορά του αρχικού ονόματος
Οφρύνειον<Οφρέν<Ερέν+κιοϊ=χωριό. Επίσης σε Οθωμανικούς χάρτες συναντάται και με τον λογότυπο Γκιαούρκιοϊ, χωριό απίστων δηλαδή, μιας και κατοικούνταν αποκλειστικά και μόνο από Έλληνες. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοί του ήταν 5000 Έλληνες(1500 οικογένειες). Τούρκοι ήταν μόνον ο τοπικός διοικητής, μουδούρης, και αυτός Τουρκοκρητικός, ένας τσαούσης (λοχίας) και 3 ζανταρμάδες (χωροφύλακες).
Από το επίνειό του, το λιμάνι στην τοποθεσία Καραντίνα ή Γκιουζέλγιαλί σήμερα, γίνονταν εξαγωγές εμπορευμάτων, όπως βελανιδιών, βαφικών υλών, βαμβακιού, οίνου και καπνών. Η περιοχή γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη ειδικά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου (1853-56)…”Πολλοί κέρδη εκτήσαντο μεγάλα, φέροντες εις Κριμαίαν οίνον, πνευματώδη ποτά, καπνόν και άλλα τοις στρατιώταις αρεστά”…αναφέρει ο Νικολαΐδης στην Ιλιάδος στρατηγική διασκευή και τοπογραφία στα 1883. Στο Οφρύνειο είχε αρχοντικό ο Βρεττανός Πρόξενος των Δαρδανελλίων και αυτοδίδακτος αρχαιολόγος Frank Calvert όπου διέμενε και ο Ερρίκος Σλήμαν, κατά την διάρκεια των ανασκαφών του στο Τρωϊκό πεδίο.
Το κλίμα του ήταν υγιεινότατο, μιας και ήταν περιτριγυρισμένο από θεόρατες βελανιδιές, πευκώνες και εκτάσεις με αμπέλια. Επίσης είχε αξιόλογη κτηνοτροφία και δύο αλευρόμυλους.
Εκκλησιαστικά το Οφρύνειο ανήκε στην Μητρόπολη Κυζίκου , από το 1912 δε στην Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου. Μητροπολιτικός ναός ήταν ο Ι.Ν. του Αγίου Γεωργίου, με δικό του νόμισμα αποδεκτό σε όλη την περιφέρεια. Λειτουργούσε ακόμη νηπιαγωγείο, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο στα κτήρια της λεγόμενης Αστικής Σχολής Οφρυνείου με 350 μαθητές, 7 δασκάλους και έναν παιδονόμο στα 1914.
Πέρα από τα Ελληνικά γράμματα διδάσκονταν η Γαλλική και στα αγόρια επίσης η Τουρκική γλώσσα.
Απόδειξις πληρωμής, ΔΗΜΑΡΧΙΑ ΟΦΡΥΝΕΙΟΥ στα Ελληνικά, γρόσια
5, Εν Οφρυνείω (Ρενκιοϊ) 8 Νοεμβρίου 1900. Ταμίας Νικόλαος Αγγελάκης. Κάποιος
πρόγονος, ίσως αδερφός του προππάπου Άγγελου Αγγελάκη, παππού της μητέρας μου.
Εδώ και η οικογενειά Αγγελάκη στο Οφρύνειο. Η σύζυγος Λένγκω(Ελένη), στα αριστερά η μικρή κόρη Κυριακούλα, στη μέση ο Γεώργιος Αγγελάκης και δεξιά η άλλη κόρη η Πολυξένη, η γιαγιά μου. Υπήρχαν ακόμη δύο γυιοί μεγαλύτεροι. Ο Ιωάννης ο πρωτότοκος και ο Λάσκαρης.
Ο Ιωάννης πρόλαβε,"έφυγε" για την Αμερική, με το ατμόπλοιον «Αθήναι» στα 1911, 18 χρονών, πριν τον πάρουν οι Τούρκοι στα "Τάγματα εργασίας”(αμελέ ταμπουρού), Εδώ ο Ιωάννης στην Αμερική στα 1918 μαζί με την σύζυγό του την Αμαλία. Στα δεξιά η κάρτα άφιξής του Ιωάννη, που αργότερα έγινε John, στο Ellis Island στην Νέα Υόρκη. Και ο Λάσκαρης λίγο μετά έφυγε , πήγε στη Ξάνθη, αντέστρεψε μάλιστα και το όνομα του, Άγγελος όνομα, Λάσκαρης επίθετο, για να μην πάει και αυτός στα "Τάγματα εργασίας”.
1912, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος είναι γεγονός. Έφτασε και μέχρι τα Δαρδανέλλια με τον αποκλεισμό του Οθωμανικού Στόλου εντός των στενών και την Ναυμαχία της Έλλης,στις 3 με 16 Δεκεμβρίου 1912, από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, με Ναύαρχο τον Κουντουριώτη και το θρυλικό θωρηκτό Αβέρωφ. Συν τον χρόνο τα πράγματα δυσκολεύουν και στην περιοχή, λίγο πριν την έναρξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1914. Στρατός και ναυτικό, συγκεντρώνεται παντού, στη Λήμνο, στον Μούδρο, στην Ίμβρο, στα Δαρδανέλλια. Από την μια οι δυνάμεις της Entente Cordiale, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία και από την άλλη η συμμαχία των τριών, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
…”Την 4η Σεπτεμβρίου του 1914 η κωμόπολις του Οφρυνείου(Ρέγκιοϊ) είχε περικυκλωθεί υπό στρατού, στήσαντος εις την κορυφήν του χωρίου και μυδραλλιοβόλα. Διετάχθη δε εκ του Διοικητού η άμεσις επέλασις των χριστιανών κατοίκων εις το εξωτερικόν και μάλιστα εις την Ελλάδαν, σύμφωνα με την απόφασιν της (Οθωμανικής) Κυβερνήσεως. Και ούτως, η άνανδρος και ατιμωτική απόφασις των διωκτών υπό την απειλήν των μυδραλλιοβόλων εξετελέσθη και η ωραιοτάτη και πλήρης χάριτος και ζωής κοινότης Ρέγκιοΐ, η αριθμούσα πέντε χιλιάδων ψυχών αμιγή ελληνικόν πληθυσμόν ήρξετο εν μέσω δακρύων και κοπετών διαλυομένη και επιβιβαζομένη εις ατμόπλοια προς απέλασιν εις ξένην γήν”…αναφέρεται στην, Μαύρη βίβλο διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Κωνσταντινούπολη 1919.
Αφηγείται η Αικατερίνη Μ.…”Tο 1914 μας διατάξανε να φύγουμε. Μπήκαμε από την καραντίνα σε ένα παλιό καράβι τη “Βαρβάρα”,πολύς κόσμος. Δώδεκα μέρες στη θάλασσα, φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μπήκαμε σε άλλο καράβι που μας έφερε στον Πειραιά. Εκεί ξεμπαρκάραμε, αλλά μείναμε στην παραλία. Δυό μερόνυχτα, με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, πατριώτες και από άλλα μέρη. Την τρίτη μέρα μία Πέμπτη θυμάμαι, ξανά στο βαπόρι που μας πήρε και πήγαμε στην Κεφαλονιά.
Εκεί μάλιστα είπαμε χαλάλι οι κόποι και οι ταλαιπωρίες΄, μικρό Παρίσι το λέγανε το Αργοστόλι. Τέσσερα χρόνια ζήσαμε εκεί, μας δώσανε κατοικία, μές΄ τους στρατώνες. Στην αρχή τρώγαμε τα έτοιμα και καλά ήμασταν, όταν σώθηκαν αναγκαστήκαμε να κοιτάξουμε για δουλειά. Δεν φανταζόμαστε πως πολύ καιρό θα ζήσουμε μακριά από τα σπίτια μας, γι΄ αυτό και πρόχειρα κοιτάζαμε να βολευτούμε. Τους άντρες που σκάβανε, τους πέρνανε στο μεροκάματο μία και είκοσι τους έδιναν. Μη σου φαίνονται λίγα λεφτά, πήγαινες στην αγορά να ψωνίσεις και γέμιζες το καλάθι. Τρία λεφτά το λίτρο το κρασί η ρομπόλα. Το λάδι ή πίντα,, γύρω στο μισό λίτρο, δώδεκα-δεκαπέντε λεπτά. Τα καταφέρναμε και ούτε πεινάσαμε, ούτε τίποτα”…
Μαθαίναμε όμως πως μόλις φύγαμε μεγάλος πόλεμος ξέσπασε στα Στενά, χαλασμός. Πλοία πολλά, Γαλλικά, Αγγλικά, κανόνια και στρατός πολύς, Άγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Ινδοί, Πακιστανοί, Γαλλοι, Μαύροι και από κεί οι Τούρκοι με τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς, πολλοί πάρα πολλοί και οι νεκροί.
Και εμάς στη Κεφαλονιά δεν μας άφησαν πλέον να μείνουμε. Το 18 θυμάμαι μας ξεσήκωσαν να πάμε στο Αγρίνιο. Άλλα δύο χρόνια εκεί. Ζούσαμε βέβαια με τη δουλειά μας, όμως όλοι την Κεφαλονιά νοσταλγούσαμε σχεδόν όπως την πατρίδα.
Στο Αγρίνιο δουλέψαμε στα καπνά στην εποχή τους, αλλά και στα εργοστάσια. Τα κάναμε μάτσα εμείς οι γυναίκες. Τα παίρνανε μετά οι άντρες να τα κόψουν και να τα χαρμανιάσουν. Τον Αύγουστο του 1920 με την παλιννόστηση μας είπαν, γυρνάτε στην πατρίδα. Δεν βλέπαμε την ώρα, τόσο μακρινό ταξίδι, τέτοια ταλαιπωρία, ούτε καταλάβαμε ποτέ γυρίσαμε, είκοσι μέρες θάλασσα.
Άσε τη συγκίνηση και τη χαρά όταν ξαναβρήκαμε σπίτια, μαγαζιά, σχεδόν όπως τα αφήσαμε, είχαν όμως γκρεμισθεί κι απ΄το πόλεμο πολλά και η εκκλησία, ο Άη Γιώργης.. Είχαν καταστρέψει μερικά βέβαια οι Τσετες, και οι Αλβανοί μουσουλμάνοι που φέρνανε απ΄τα Βαλκάνια, τα υπόλοιπα σε καλή κατάσταση.
Αρχίσαμε πάλι τις δουλειές μας και πάνω που είπαμε Δόξα σοι ο Θεός, ακριβώς Αύγουστος μήνας το ΄22, πάλι φύγαμε μια για πάντα πια. Μας έβγαλε το καράβι στο Πειραιά, ήρθαμε στ΄Αγρίνιο πάλι. Τι έγινε μετά ποιοι καθήσανε σπίτι μας πώς κάνανε το χωριό καθόλου δεν ξέρω. Πήγαν μερικοί και είδαν, δεν ξέρουν να μου πουν τίποτα όμως”…
Βίοι παράλληλοι και για την οικογένεια Αγγελάκη, τον Άγγελο, την Λέγκω, και τα παιδιά τον Γιώργο, την Πολυξένη και την Κυριακούλα, που τον Σεπτέμβρη του 1922 εγκαθίσταται πλέον μόνιμα σε παράγκες αρχικά και μετά στον προσφυγικό συνοικισμό τ΄Αγίου Κωνσταντίνου στην θέση “Σύνορα” στο Aγρίνιο.
Αφηγείται ο Χρήστος Μποκόρος.
…”Η γιαγιά Πολυξένη, κοριτσάκι, όταν πρωτόρθανε πρόσφυγες της καταστροφής απ' τη Μικρασία, δούλευε στις καπναποθήκες των αδελφών Παπαστράτου στ' Αγρίνιο”
-Και τι δουλειά έκανες βρε γιαγιά, τόσο μικρούλα; την ρωτούσα μικρός κι εγώ. -Μού'χανε δόσει ένα τσίγκινο τάσι και μια στάμνα να την γεμίζω νερό και να δροσίζω τους διψασμένους.
-Σιγά τη δουλειά! την απόπαιρνα ο άμαθος.
-Ααχ! Πόσο βαρειά ήταν η γεμάτη στάμνα νά'ξερες, και τα ποδαράκια μου λεπτά σαν καλαμάκια, πως να τη βαστήξουνε; -Ε καλά και κάθε πότε δίψαγαν για να τους πας νερό;
-Όλη μέρα· ήμασταν κόσμος πολύς τότε στα καπνομάγαζα, λαός... άντρες, γυναίκες, φτωχολογιά στο μεροκάματο, κι άλλος από 'δω άλλος από 'κει όλο και ζήταγαν μια γουλιά νερό για να κατέβει το φαρμάκι· είχε πολύ πίκρα και πολύ σκόνη εκεί μέσα παιδί μου”….…
Μεσοπόλεμος λοιπόν στο Αγρίνιο, μια πόλη που ήκμασε τόσο οικονομικά, όσο και πληθυσμιακά. Το 1920 οι κάτοικοι ανέρχονταν σε 11.267, το 1928 ο πληθυσμός αυξήθηκε σε 16.735 σχεδόν και ως το 1940 διπλασιάστηκε φτάνοντας τους 20.492 κατοίκους. Η σημαντική αυτή αύξηση του πληθυσμού έχει να κάνει και με την άφιξη των προσφύγων. Οι περισσότεροι κατάγονταν από περιοχές της Ιωνίας, τη Σμύρνη, το Πυργί, το Οδεμήσιο, την Έφεσο. Επίσης από την Νικομήδεια, την Μπάφρα, την Πέργαμο και την Κωνσταντινούπολη. Αρκετοί από τον Πόντο, τη Σαμψούντα, την Κερασούντα. Από το Οφρύνειο (Ρέγκιοϊ) ήρθαν 28 οικογένειες, 104 άτομα. Το Αγρίνιο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με την εγκατάσταση του προσφυγικού στοιχείου, αναδεικνύεται πλέον σε μεγάλο κέντρο καπνού.
Ιδιαίτερα η περίοδος μέχρι το 1930 υπήρξε πραγματικά η χρυσή εποχή του καπνού. Σε κάθε γωνιά της πόλης υπήρχαν καπνομάγαζα επεξεργασίας. Έτσι
και οι χιλιάδες καπνεργάτες και όσοι γενικότερα είχαν σχέση με την επεξεργασία, την μεταφορά και το εμπόριο του καπνού αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη της αγοράς.
Οι σημαντικότερες εγκαταστάσεις επεξεργασίας και διαλογής του καπνού στο
Αγρίνιο ήταν αυτές των Αδελφών Παπαστράτου, Αδελφών Παπαπέτρου, Αδελφών Παναγόπουλου, Ηλία Ηλιού, Καμποσιώρα και Κόκκαλη, οι οποίες οικοδομήθηκαν στην πόλη από το 1924 έως το 1929. Σε αυτές εργαζόταν κάθε μέρα εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τους νεοφερμένους στην πόλη πρόσφυγες.
Βέβαια ο καπνός και το μεροκάματο πολλές φορές είναι πικρό, όπως και τον Αύγουστο του 1926 όπου σε απεργιακή κινητοποίηση των καπνεργατών τραυματίζεται θανάσιμα απ΄τους χωροφύλακες και η Μικρασιάτισσα καπνεργάτρια Βασιλική Γεωργατζέλη, έγκυος και μητέρα ήδη δυό παιδιών, με καταγωγή απ΄ το Οφρύνειο Δαρδανελλίων.
Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκε και ο συνοικισμός του Αγίου Κωνσταντίνου. Με τη βοήθεια του Μικρασιάτη καπνέμπορου Ηλία Ηλιού, κτίσθηκε δημοτικό σχολείο και με την πρωτοβουλία του Λέοντα Ιασονίδη και την παρέμβασή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι πρόσφυγες έφεραν στο Αγρίνιο τον πολιτισμό της Ιωνίας και της Μικράς Ασίας. Διατήρησαν μεγάλο σεβασμό στην παράδοση, στην ιστορία και στη θρησκεία. Έδειξαν ακόμη μεγάλο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και μεγάλο πατριωτισμό. Επίσης, οι πρόσφυγες έφεραν τη συστηματική καλλιέργεια του καπνού.
Και η οικογένεια εδώ Αγγελάκη ορθοποδεί πλέον στην καινούργια πατρίδα μέσα από την δουλειά. Η Πολυξένη παντρεύεται τον Αθανάσιο Μαργέτο από το Οφρύνειο και ακόλουθα κάνει 8 παιδιά, 6 κόρες και δύο αγόρια, η Κυριακούλα επίσης τον Χρήστο Κουλαλόγλου και κάνει 4 παιδιά, 3 κόρες και ένα γυιό. Πολύ αργότερα δε, αρχές του ΄40 και ο Γιώργος Αγγελάκης παντρεύεται με την Κατίνα Χατζηλευθερίου απ΄τα Αλάτσατα της Ερυθραίας. Το 1931 πρωτολειτούργησε και ο Κρατικός αερολιμένας του Αγρινίου με πτήσεις της Ελληνικής Εταιρείας Εναερίων Συγκοινωνιών από το Αγρίνιο για την Αθήνα και τα Γιάννενα. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ σημαντικό για τον επιχειρηματικό κόσμο, αφού πλέον εξασφάλιζε πολύ πιο γρήγορα και χωρίς ταλαιπωρία ταξίδια. Παρόλα αυτά η οικονομική κρίση του 1931 έγινε αισθητή και στο Αγρίνιο. Το 1932 οικοδομήθηκε το κτήριο αυτό της Δημοτικής Αγοράς της πόλης. Το Νοέμβριο του 1933 εγκαινιάστηκαν τα Παπαστράτεια εκπαιδευτήρια, για τα οποία συνέβαλαν σημαντικά οι Αδελφοί Παπαστράτου με την παραχώρηση του οικοπέδου και την κάλυψη μεγάλου μέρους της δαπάνης. Oι Αδελφοί Παπαστράτου το 1930 ιδρύουν το πρώτο τους εργοστάσιο Σιγαρέττων στον Πειραιά, και το 1933 ένα δεύτερο εργοστάσιο στο Βερολίνο, με την επωνυμία Hellas Zigarettenfabrik, σε κτήριο που σχεδίασε ο Γερμανοεβραίος αρχιτέκτονας Martin Punitzer. Αναγκάστηκαν όμως να το κλείσουν το 1936 υπό την πίεση του ναζιστικού καθεστώτος, μεταφέροντάς το στο Κάϊρο της Αιγύπτου.
Μέρες του ΄36 και στο Αγρίνιο, Δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
Με τον πρωθυπουργό Μεταξά, εισέρχεται και η Ελλάδα στα γεγονότα του Β΄ ΠΠ, αρχικά στις 28 Οκτωβρίου 1940, στο αλβανικό μέτωπο μετά την επίθεση του της Ιταλίας στην περιοχή βόρεια της Ηπείρου. Αντίσταση ηρωϊκή για τον στρατό μας στο μέτωπο αυτό. Τον Απρίλιο του 1941 μέσω του διασυνοριακού περάσματος στο Κλειδί και την Ήπειρο, αρχίζει η επέλαση των δυνάμεων του άξονα και στην Δυτική Ελλάδα.
Στις 17 Μαϊου 1941 εγκαθίσταται πλέον στο Αγρίνιο η Ιταλική Μεραρχία Casale με Μέραρχο Διοικητή, τον Μάριο Ματζάνι. Στρατοπέδευσαν και στον συνοικισμό πίσω από το δασύλλιο του Ιερού Ναού των ισαποστόλων Αγίου Κων/νου και Ελένης και στην περιοχή προς την Ερυθραία, όπου σήμερα γίνεται η Λαϊκή Αγορά στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως. Είχαν και περιστερώνα με ταχυδρομικά περιστέρια, αφηγούνταν η Αγαθή Κ., οι Ιταλοί ήταν κεφάτοι, γλεντζέδες, με τις κιθάρες, γνώρισαν και κοπέλες απ΄τον συνοικισμό, αρκετές μετά τον πόλεμο παντρεύτηκαν και πήγαν μαζί τους στην Ιταλία. Εμείς μικρά είμασταν μας έδιναν εικονίτσες, Μαντόνες, όχι σαν τις δικές μας, σαν αγάλματα ήταν. Μας δίνανε και φαγητό εκεί στα μαγειρία στην στέρνα, ότι περίσευε, θυμάμαι την πάστα ασσιούτα, μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα. Εκεί πάνω από μας στρατοπέδευσαν και οι Γερμανοί αργότερα το καλοκαίρι του 1943 στου Καπέλα, στα Σύνορα.
Στο Αγρίνιο λοιπόν συνυπάρχουν Ιταλικές και Γερμανικές δυνάμεις κατοχής μέχρι και τις 9 Σεπτεμβρίου του 1943, όπου μετά την υπογραφή ανακωχής μεταξύ των Συμμάχων και των Ιταλών, έχουμε την παράδοση των ιταλικών δυνάμεων στις γερμανικές δυνάμεις. Πολλοί δε Ιταλοί στρατιώτες με την συνθηκολόγηση κατατάγονται πλέον στο πλευρό των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Από τον Φεβρουάριο του 1944 μαζί με τους Γερμανούς συμμετέχει ενεργά πλέον στις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους εναντίον των Ανταρτών και το Τάγμα Ασφαλείας που είχε αφιχθεί στο Αγρίνιο από την Αθήνα με Διοικητή αρχικά τον Άγγελο Κέντρο και αργότερα τον Τχη Γεώργιο Τολιόπουλο.
Στις 09 Απριλίου1944 τρένο δέχτηκε επίθεση από τους αντάρτες στο 41ο χλμ. βόρεια της Σταμνάς της γραμμής Μεσολογγίου-Αγρινίου και κάηκε. Σε αντίποινα για την επίθεση που δέχτηκε ο σιδηροδρομικός συρμός στη Σταμνά συνολικά 120 πολίτες εκτελέστηκαν και κρεμάστηκαν στο Αγρίνιο.
Αφηγείται η Ελένη Λ., ο θείος ο Γιώργος ο Αγγελάκης, νιόπαντρος τότε, είχε ταβέρνα, στου “Βαλίδη”, εκεί απέναντι που είναι το ταχυδρομείο σήμερα και τα ΚΑΠΗ. Πήγαινα μικρό κοριτσάκι κι εγώ, μ΄αγκάλιαζε ψηλά μάνέβαζε στις πλάτες του, τεράστιος ήταν. Μού δινε χαρτζηλίκι, από κείνα τα πορτοκαλί τα κατοστάρικα, του Τσιλάκογλου, αυτά που μετά τα πετάγαμε και τα καίγαμε. Τόνε πήρανε κιαυτόν οι Γερμανοί μαζί με τον Παρασκευά τον Χαραλαμπίδη και τον Νίκο τον Χατζηλευθερίου, στο μπλόκο, τους έβαλαν φυλακή εκεί στην Αγία Τριάδα. Μεγάλη Παρασκεή ήταν, ακούστηκε ότι θα τα αφήνανε για το Πάσχα. Η θεία η Αγγελάκαινα ή Κατίνα, άναψε φωτιά πρωί-πρωί και ζέστανε νερό για να μπανιαριστεί όταν έρθει. Τάμαθε όμως τα μαντάντα αργότερα, έκλεγε με μαύρο δάκρυ…Τον εκτέλεσαν το θείο μαζί με τον Χαραλαμπίδη και τον Χατζηλευθερίου και αυτός απ΄το Οφρύνειο ήταν προσφυγάκια, μια γειτονιά, σύνολο 120 στην Αγία Τρίάδα Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα.
Μετά την απελευθέρωση, με περνε η μανούλα μου μαζί της, η γιαγιά η Πολυξένη, πηγαίναμε κάθε Μεγάλη Παρασκευή εκεί στην Αγία Τριάδα, δίπλα, ασπρίζαμε είχε τρεις κολώνες, κι ανάβαμε το καντηλάκι στο θείο, καμάρι΄μ…..
Βιβλιογραφία
Αικατερίνη Αντωνίου, Το Αγρίνιο στην Κατοχή και η μεταπολεμική μνήμη: Μια ερευνητική και διδακτική προσέγγιση, Φλώρινα 2020
Γ. Α. Γιαννακόπουλος, Ο τελευταίος Ελληνισμός του Ρένκιοϊ (Οφρυνίου), Ασπροβάλτα 2002
Γεώργιος Νικολαΐδης, Ιλιάδος στρατηγική διασκευή και τοπογραφία, Εν Αθήναις 1883.
Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Κωνσταντινούπολη 1919.
Ενδεικτικές πηγές φωτογραφιών, οικογενειακό μου αρχείο και από τις ιστοσελίδες,
ΟΦΡΥΝΕΙΟΝ ΔΑΡΔΑΝΕΛΛΙΩΝ - ERENKÖY ÇANAKKALE και
Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου, Aetolia Acarnania tempus.
Ευχαριστίες, στην κυρία Σοφία Αρβανίτου για την κοινοποίηση της κάρτας επιβίβασης από Ellis Island που παραθέτω, και του φίλτατου Αποστόλη Βέτσα για την παραχώρηση αντιγράφου της απόδειξης του Δημαρχείου Οφρυνείου που προέρχεται από το οικογενειακό του αρχείο.
Α.Κ.Κ.