Το Θαύμα, Διήγημα του Κωστή Νικολάου Τσιάκαλου
Ένα από τα πρόσφατα βιβλία του Κωστή Ν. Τσιάκαλου είναι μια συλλογή από 14 διηγήματα με τίτλο «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου». (2023)
Με την άδειά του συγγραφέα θα δημοσιεύεται ένα διήγημα την εβδομάδα.
(στο τέλος του διηγήματος ακολουθεί σύντομο βιογραφικό του λογοτέχνη Κωστή Τσιάκαλου).
Εδώ το 6ο διήγημα του βιβλίου.
---------------------ο---------------------
6ο διήγημα του Κωστή Ν. Τσιάκαλου από το πρόσφατο βιβλίο του «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου»
«Το θαύμα»
Τότε... στα τέλη της δεκαετίας του 1950, τα δημοτικά σχολεία έκλειναν για τις διακοπές του καλοκαιριού στις 24 του Θεριστή -ανήμερα του Αη Γιάννη- και άνοιγαν πάλι στις 24 του Τρυγητή...
Την ημέρα του κλεισίματος του σχολείου κάναμε τη γιορτή του αποχαιρετισμού. Απαγγέλλαμε ποιήματα, παίζαμε διάφορα σκετς και στο τέλος της εκδήλωσης παίρναμε τα ενδεικτικά μας ή τα απολυτήρια και αφού εν τω μεταξύ ο διευθυντής του σχολείου έλεγε τα ονόματα των αριστούχων από κάθε τάξη.
Στη Σπολάιτα, ένα πανέμορφο και προσήλιο χωριό -έντεκα χιλιόμετρα βόρεια του Αγρινίου, προς τον Αχελώο- τη χρονιά που ξεσκόλισα εγώ, συνέβησαν «θάματα και πράματα» στο σχολείο μας!
Αλλά ας πάρω τα πράγματα απ’ την αρχή.
Μία μέρα πριν απ’ τη γιορτή μας για τις καλοκαιρινές διακοπές, δηλαδή την παραμονή του Αη Γιαννιού, στο σχολείο μας «ξέσπασε εμφύλιος» μεταξύ των τεσσάρων δασκάλων...
Οι δύο δάσκαλοι ήθελαν να γίνει η γιορτή μας με τα σκετσάκια και τα ποιήματα, πριν το μεσημέρι, στις έντεκα. Δηλαδή, αμέσως μετά τη λειτουργία στο μοναστήρι του Αη Γιάννη, που βρισκόταν τρία περίπου χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό∙ προς το Βατόκαμπο και απέναντι ακριβώς απ’ το χωριό Καστράκι, απ’ το οποίο μας χωρίζει ο πανέμορφος ποταμός Αχελώος.
Οι δύο δασκάλες έλεγαν ότι «η γιορτή μας πρέπει να γίνει το απόγευμα στις πέντε, για να ξεκουραστεί ο κόσμος το μεσημέρι».
Γυρίζει ο συμμαθητής και φίλος μου Γιάννης Στυλιαράς και χαμηλόφωνα μου λέει:
- Έπεσε διχόνοια στην ομάδα, τι θα κάνουμε τώρα...
- Να φωνάξουμε ειρήνη υμίν, του είπα αστειευόμενος.
Όμως, η φωνή μου δυστυχώς «ξέφυγε» και ακούστηκε απ’ τους δασκάλους, απ’ τους οποίους ο ένας θυμωμένος γυρίζει και μου λέει:
- Εξυπνάκια, εσένα το μυαλό σου από τώρα στη Ρηνούλα... Θες να πετύχεις και στο Γυμνάσιο... Θα σε δω εκεί πόσα απίδια πιάνει ο σάκος σου... Τρομάρα σου...
Ο Νίκος Γιωτόπουλος, ο άλλος καλός συμμαθητής και φίλος μου, με τον οποίο καθόμασταν επίσης στο ίδιο θρανίο, γυρίζει και με πολύ χαμηλή φωνή μου λέει:
- Μην του δίνεις σημασία... Δε σε χωνεύει, αλλά αυτός είναι αχώνευτος.
Η διάσταση απόψεων μεταξύ δασκάλων συνεχίστηκε για πολλή ώρα, οπότε παρενέβη ο μεγάλος δάσκαλος, ο Στάθης Παπαϊωάννου και λέει:
- Αφού είμαστε δύο υπέρ και δύο κατά για το πότε ακριβώς θα γίνει η γιορτή, θα ζητήσουμε τη γνώμη των μαθητών. Στρέφεται προς το μέρος μου και ρωτάει:
- Τι ψηφίζει ο πρόεδρος των μαθητών;
- Κύριε, επιτρέψτε μου να μην δώσω αμέσως απάντηση. Θα ήθελα πρώτα να συζητήσω το θέμα με τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές μου, απάντησα.
- Μ’ αρέσει που πρώτα βάζεις τις συμμαθήτριες και μετά τους συμμαθητές, παρενέβη ο «αχώνευτος», ο «θυμωμένος» δάσκαλος, που επέμενε η γιορτή μας να γίνει σώνει και καλά στις έντεκα πριν το μεσημέρι...
- Κύριε, ο παππούς μου λέει ότι πρέπει να δίνουμε προτεραιότητα στα ωραία κορίτσια και στο σχολείο μας όλα τα κορίτσια είναι πολύ ωραία...
- Ναι, ναι... φώναξαν εν χορώ σχεδόν όλοι οι συμμαθητές μου και επακολούθησε μεγάλη οχλοβοή μέσα στην τάξη μας...
- Κούνια που σας κούναγε... Από τώρα αρχίσατε τα κομπλιμέντα... Θα σας πάρει και θα σας σηκώσει, είπε ο «αχώνευτος δάσκαλος».
Λίγο αργότερα με συμμαθήτριες και συμμαθητές της Ε’ και Στ’ τάξης στη μικρή αίθουσα του σχολείου μας ανοίξαμε το θέμα αν η εκδήλωσή μας θα γινόταν στις έντεκα ή στις πέντε το απόγευμα. Η συντριπτική πλειοψηφία τάχτηκε υπέρ του απογεύματος... Θυμάμαι καλά, στη φανερή ψηφοφορία «δι’ ανατάσεως της χειρός» το αποτέλεσμα ήταν είκοσι δύο υπέρ της απογευματινής τελετής και μόνο δύο υπέρ της πρωινής...
Ο «αχώνευτος» πότε φώναζε με στεντόρεια φωνή, πότε μουρμούριζε και πότε απειλούσε∙ έτσι γενικά και αόριστα. Κάποια στιγμή γυρίζει προς το μεγάλο δάσκαλο και του λέει:
- Οι δημοκρατικές διαδικασίες μας έλειπαν, αυτές μας μάραναν... Ωραία λοιπόν, εσείς αύριο το πρωί να πάτε στον Αη Γιάννη σας κι εγώ θα ’ρθω στο σχολείο και εδώ θα σας περιμένω ως το απόγεμα!
Η Ρηνούλα πετάχτηκε και το πέταξε:
- Κύριε, μόνος σας τόσες ώρες εδώ... Τόση μοναξιά πώς θα την αντέξετε; Να ’ρθείτε και σεις στον Αη Γιάννη μας...
Μάλλον, η Ρηνούλα τού το φύλαγε από πριν και πήρε την «εκδίκησή» της και για λογαριασμό δικό μου, αφού μόλις κάθισε γύρισε προς εμένα και έφερε το δείκτη του δεξιού της χεριού στον κρόταφό της κι έκλεισε το ματάκι της.
Το ίδιο βράδυ ήρθε στο σπίτι μου, ως συνήθως, ο πρωτοξάδερφός μου Τάκης Κατσινούλας, σχεδόν συνομήλικος και με ρώτησε αν έχω μάθει καλά το ποίημα-μονόλογο που θα έλεγα την επόμενη μέρα∙ μάλιστα επέμενε να του το πω. Ήταν ένα μικρό σατιρικό ποιηματάκι, που ακόμα θυμάμαι τους τέσσερις πρώτους στίχους:
Είμαι γιατρός με δίπλωμα
κανένας δεν με φτάνει
και ζωντανός στα χέρια μου
αμέσως θα πεθάνει...
Πάνω στην ώρα, να και η γιαγιά μας η Μαριώ:
- Θα πάμι ούλ’ μαζί ταχιά σ’ απάν’ για τουν Αη Γιάνν’; Μιγάλ’ η χάρη τ’...
- Ναι, βάβου ουλ’ μαζί σ’ απάν∙ τι σα κάτ’ θα πάμι; είπε ο Τάκης, μιμούμενος την αργιθεάτικη-αγραφιώτικη προφορά της γιαγιάς μας.
Να ’σου και δύο απ’ τα μικρότερα αδερφάκια του Τάκη, ο Γιώργος και ο Βασίλης.
- Σας είπα να μην έρχιστι κοντά μ’, τους φώναξε πολύ δυνατά ο Τάκης.
Η γιαγιά γύρισε προς αυτόν και επιτιμώντας τον του είπε:
- Στο ’χου ξαναπεί να μην τα χουγιάζεις τα πιδιά, άκ’σις τι σ’ λέου;
Την επόμενη, ανήμερα τ’ Αη Γιαννιού, όλη η γειτονιά μας, πάνω από είκοσι νοματαίοι, ξεκινήσαμε για το μοναστήρι ποδαράτα. Κατεβήκαμε ως το Παλιογέφυρο -λίγο δεξιότερα- προσπεράσαμε το λιοτριβιό του Παπαθανάση, τη μικρή γέφυρα στου Βλαχαλέξη -επιτέλους άσφαλτος-, το μύλο του Χαραλαμπάκη και λίγο μετά μπήκαμε λοξώς δεξιά, αλλά σε χωματόδρομο∙ αριστερά μας η μεγάλη γέφυρα του Αχελώου και ακριβώς απέναντι και δυτικότερα το προσφυγικό χωριό Ματσούκι. Άλλο ενάμιση περίπου χιλιόμετρο και φτάσαμε στον Αη Γιάννη∙ αργοπορημένοι και καταϊδρωμένοι, γιατί ήδη ο ήλιος «χτύπαε κατακέφαλα». Τα τζιτζίκια μας ξεκούφαιναν και η ζέστη ανυπόφορη. Καλά που προλάβαμε κι ακούσαμε το Ευαγγέλιο και λίγο μετά το Πάτερ ημών.
Το μοναστήρι, χτισμένο σε μικρό υψωματάκι, δεσπόζει της κατάφυτης από ελαιώνες περιοχής και είναι απ’ τα ιστορικότερα της Χριστιανοσύνης∙ μάλιστα χαρακτηρίζεται και «θαύμα αρχιτεκτονικής», αφού στο εσωτερικό του ναού δεν υπάρχει ούτε μία κολώνα!
Πλήθος κόσμου μέσα κι έξω απ’ το μοναστήρι. Είχαν έρθει πολύς κόσμος κι απ’ τα γύρω χωριά∙ κυρίως απ’ το Καστράκι, το Ματσούκι, αλλά κι από συνοικισμούς της Σπολάιτας, όπως τα Ρουσέικα, τα Μαυρικέικα, τα Μητσέικα, ακόμα κι απ’ τα Τριαντέικα, τα Διαμαντέικα, το Ελαιόφυτο και τη Μ. Χώρα.
Όταν τελείωσε η λειτουργία έξω απ’ το μοναστήρι πολλοί μικροπωλητές είχαν απλώσει την πραμάτεια τους∙ από γλειφιτζούρια και καραμέλες παντός είδους μέχρι και παγωτά... Όμως, λιγοστά τα παιδιά που πήραν το «κάτι τι» για να φάνε.
- Όταν μεγαλώσω λίγο ακόμα κι έχω χρήματα θα παίρνω παγωτό, είπα μέσα μου∙ …για γλειφιτζούρια και καραμέλες δεν μ’ ενδιαφέρει.
- Ξαδερφούλη, κοίτα, ήρθε τελικά ο «αχώνευτος», αλλά λέω να πάμε παρέα ως το χωριό και να περάσουμε μαζί απ’ το Βαθύρεμα, εκεί στον Άμπλα, να δούμε... Ήταν ο Τάκης και ήθελε να πάμε μαζί να δούμε το μέρος, όπου είχε γίνει πολύ παλιά το «αμπλάκημα», δηλαδή το αμάρτημα - όπως έλεγαν ορισμένοι απ’ τους παλιότερους...
- ...Και ποιο ήταν το αμάρτημα; ρώτησε ο Τάκης.
- Δεν ξέρω, τώρα που θα πάμε στο Γυμνάσιο, αν πετύχουμε, θα μάθουμε.
- Εμένα πάει το μυαλό μου στο πονηρό! είπε ο ξάδερφος κι έβαλε τα γέλια...
Κι εγώ ξεκαρδίστηκα απ’ τα γέλια με την πονηρή ερμηνεία του ξαδέρφου μου, αλλά δεν του χάλασα το χατήρι.
- Μάλλον έτσι θα είναι, του απάντησα.
Ξεκινήσαμε μαζί για την επιστροφή και στο Βαθύρεμα σταθήκαμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον:
- Να περπατήσουμε λίγο μέσα στο ρέμα, προς τα Βαρκά, προς τα κει που πρέπει να έγινε το «αμπλάκ(η)μα; με ρώτησε ο Τάκης.
- Πάμε, του είπα και προχωρήσαμε περίπου διακόσια μέτρα, αλλά όλο βάτα ήταν. Επιστρέψαμε κυρίως από το φόβο των φιδιών.
- Τις δεντρογαλιές δεν τις φοβάμαι κι ας είναι μεγάλες, αλλά τις οχιές τις τρέμω, είπε ο ξάδερφος.
Τελικά, επιστρέψαμε μαζί στο χωριό, όπου μόλις μπήκαμε στα σπίτια μας έγινε χαμός...
Ξαφνικά σκοτείνιασε και άρχισαν απανωτές αστραπές και βροντές, λες κι ερχόταν το τέλος του κόσμου.
- Ξάδερφε, χαλάει ο θεός τον κόσμο του. Σκιάζεσαι; με ρώτησε ο Τάκης.
- Όχι, τώρα που είμαστε μέσα στο σπίτι δε φοβάμαι, αλλά στενοχωριέμαι γι’ αυτούς που δεν έφτασαν ακόμα. Ευτυχώς που η γιορτή μας θα γίνει τ’ απόγευμα∙ με τέτοιο κατακλυσμό δεν θα μπορούσαμε να πάμε στο σχολείο.
- Κοίτα έξω∙ η συντέλεια του κόσμου, συνέχισε ο Τάκης.
Η ξαφνική καταιγίδα, με τα φοβερά αστραπόβροντα, κράτησε πάνω από μισή ώρα... Το μεγάλο ρολόι πάνω στο τραπέζι έδειχνε έντεκα και τέταρτο κι ακόμα έριχνε καρεκλοπόδαρα. Εγώ πήγα κι έβγαλα το ημερολόγιό μου απ’ το κασελάκι, που μου είχε χαρίσει η γιαγιά μου η Στάθω η Σουλιώτισσα κι άρχισα να γράφω για τη φοβερή θεομηνία.
- Τι γράφεις εκεί; Τι σόϊ γράμματα είν’ αυτά; με ρώτησε ο ξάδερφος. Δεν είναι σόϊ γράμματα∙ είναι η γραφή της Φιλικής Εταιρείας, όπως μου την έμαθε ο παππούς, που κατάγεται απ’ το Σούλι.
- Και κείνου ποιος του την έμαθε;
- Ο δικός του παππούς, που είχε γεννηθεί στα Γιάννενα...
- Α, γι’ αυτό λέει πολλές φορές «σιμά κοντά είν’ τα Γιάννενα!».
- Μάλλον θα είχαμε προλάβει να μπούμε μέσα στο σχολείο και θα γλυτώναμε τη βροχή, είπε ο Τάκης. Σε λίγη ώρα ήρθαν και οι άλλοι, όλοι μούσκεμα απ’ τη βροχή...
Το απόγευμα, ώρα πέντε παρά τέταρτο, πήγαμε σχολείο και τι να δουν τα μάτια μας!
Η μεγάλη αίθουσα, όπου επρόκειτο να γίνει η γιορτή, ήταν κατεστραμμένη από κεραυνούς, οι οποίοι είχαν σπάσει τα τζάμια και άφησαν μεγάλα βαθουλώματα στους τοίχους!!!
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα σ’ όλο το χωριό και σχεδόν όλοι οι χωριανοί μας ήρθαν να δουν από κοντά την καταστροφή. Οι περισσότεροι έκαναν το σταυρό τους κι έλεγαν:
- Φύλαξ(ι) ου Αη Γιάννης... Μεγάλη η χάρη τ’... Αν είχε γίν’ η γιουρτή πριν απ’ του μεσ’μέρ θα σκουτόνουνταν πουλά πιδιά, πουλύς κόσμους... Αυτό ήταν θάμα!
Τελικά, η γιορτή μας έγινε κανονικά. Απαγγείλαμε τα ποιήματά μας, πήραμε ενδεικτικά ή απολυτήρια και ο μεγάλος δάσκαλος είπε πως ο Αη Γιάννης μας φύλαξε και δεν πάθαμε κακό απ’ τις αστραπές και τους κεραυνούς. «Όμως πολύ σύντομα - κατέληξε - θα βάλουμε αλεξικέραυνο, που θα προστατεύει το σχολείο, αλλά και όλο το χωριό μας».
Σαράντα χρόνια από τότε∙ απόψε, παραμονή τ’ Αη Γιαννιού βρίσκομαι στο Χαλάνδρι, όπου και ζω μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια... Τελευτούντος του εικοστού αιώνος, τι θυμήθηκα... Στη μνήμη μου όλες εκείνες οι ομορφιές∙ τα χαρούμενα παιδικά προσωπάκια των συμμαθητριών και συμμαθητών μου. Και τις δασκάλες μου και τους δάσκαλούς μου και όλους τους χωριανούς μου θυμάμαι τούτη την παράξενη νύχτα∙ τυλιγμένους μ’ ένα παράξενο αμυδρό φως... χαμένους, δυσδιάκριτους στην αχλύ του παρελθόντος.
Αύριο ξημερώνει τ’ Αη Γιαννιού 24 Ιουνίου∙ πολύς κόσμος θα πάνε στο Μοναστήρι της Σπολάιτας. Λέω πρωί-πρωί να τηλεφωνήσω στην ξαδερφούλα μου τη Σωτηρία, να της πω να ανάψει ένα κερί κι από μένα, με μια απλή προσευχή-ευχή: Να φυλάει ο Αη Γιάννης όλα τα παιδιά του κόσμου, όπως τότε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στη Σπολάιτα Αγρινίου...
7–8 Μάη 1999
Σύντομο βιογραφικό.
Ο Κωστής Τσιάκαλος γεννήθηκε στην Σπολάιτα Αγρινίου. Η καταγωγή των γονιών του είναι από την Αργιθέα Αγράφων-εκείθεν από το Σούλι.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣ επί 32 συνεχή χρόνια.
Υπήρξε διευθυντής τύπου της ΓΣΕΒΕΕ (1977-1983), Προϊστάμενος του γραφείου τύπου του ΕΟΜΜΕΧ (1984-2007).
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1978, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συνταχτών και της διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. (IFJ).
Έχει εκλεγεί δέκα φορές στο Μικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ και δυο φορές αντιπρόσωπος στην ΠΟΕΣΥ. Στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ το 1999 έλαβε παμψηφία.
Έχει διδάξει σε σεμινάρια δημοσιογραφίας που αφορούσαν σε μεταπτυχιακές σπουδές. Επίσης έχει κάνει εισηγήσεις και έχει προεδρεύσει σε συνέδρια δήμων, επιχειρήσεων, οργανώσεων, οργανισμών.
Έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις για το λογοτεχνικό του έργο. Το 2014 τιμήθηκε με το Ρωσικό βραβείο ποίησης από την Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα. Πρόσφατα τιμήθηκε με το «Α» βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Πολιτισμού καθώς και με το χρυσό βραβείο «Ρήγας Φεραίος».
Α.Κ.Κ.