4ο διήγημα Κωστή Ν. Τσιάκαλου, "Επουράνια μελωδία"
Ένα από τα πρόσφατα βιβλία του Κωστή Ν. Τσιάκαλου είναι μια συλλογή από 14 διηγήματα με τίτλο «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου». (2023)
Με την άδειά του συγγραφέα θα δημοσιεύεται ένα διήγημα την εβδομάδα.
(στο τέλος του διηγήματος ακολουθεί σύντομο βιογραφικό του λογοτέχνη Κωστή Τσιάκαλου).
Ακολουθεί το 4ο διήγημα από το βιβλίο:
4ο διήγημα Κωστή Ν. Τσιάκαλου
Επουράνια μελωδία
Επιτέλους χθες, 11 Νοέμβρη 2001, ένα κάποιο μήνυμα απ’ τον χαμένο για είκοσι εννέα ολόκληρα χρόνια πρώτο ξάδερφό μου Τάκη Κατσινούλα. Μέσω internet ένας άλλος πρωτοξάδερφος, απ’ το σόι του πατέρα μου, ο Χρ. Αζούκης, βρήκε ίχνη του κάπου στην Αργεντινή. Με πήρε τηλέφωνο απ’ το Αγρίνιο και μου είπε τα καθέκαστα. Μάλιστα μου έδωσε και το τηλέφωνο ενός κτηνίατρου στο Μπουένος Άιρες.
Εργαζόμενος ως δημοσιογράφος -υλαντζής-αρχισυντάκτης στην ημερήσια οικονομική εφημερίδα «ΕΞΠΡΕΣ», ως πολύ αργά το βράδυ έφευγα για το σπίτι λίγο πριν τις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Ψες κατάφερα και μίλησα απ’ το κινητό μου με τον συγκεκριμένο κτηνίατρο -ένας ευγενέστατος άνθρωπος- και με διαβεβαίωσε ότι απόψε, ώρα Ελλάδος δέκα, θα έχει κοντά του και τον Τζίμη Κατσινούλα για να μιλήσω μαζί του.
Ώσπου να ’ρθει η ώρα δέκα περιμένω και είμαι σε υπερένταση. Έχω να δω και να ακούσω τον Τάκη από κείνη τη μοιραία νύχτα στο Πολυτεχνείο. Μετά το γκρέμισμα της καγκελόπορτας απ’ το τανκ, βγαίνοντας απ’ τη Στουρνάρη, πήγαμε στο εργένικο δωμάτιό μου, Τσαμαδού και Κουντουριώτη 17, διακόσια περίπου μέτρα απ’ την τριγωνική πλατεία Εξαρχείων. Μαζί μας ήταν και ο εκ Σάμου φίλος Γ. Χατζημιχάλης, με τον οποίο εγώ πήγα ως την οδό Βουλγαροκτόνου 30 να δω τους Γριβαίους. Ο Γιώργος έφυγε, εγώ έμεινα λίγο στο Γριβέικο και μετά επέστρεψα στην Κουντουριώτη, όπου με περίμενε ο Τάκης.
- Αδύνατο να κοιμηθούμε εδώ∙ τσούζουν τα μάτια μου απ’ τα δακρυγόνα. Τα δικά σου;
- Πάρε... βάλε ακόμα λίγο λεμόνι… Μου το είχε δώσει στην πλατεία ο Μενέλαος Δαλαμπίρας.
- Ξάδερφε, έχω μαζί μου το ναυτικό φυλλάδιο, εγώ φεύγω. Δεν αντέχω άλλο. Θα κατεβώ Πειραιά και θα βρω έναν τρόπο να μπαρκάρω αύριο κιόλας.
Από τότε ούτε ξανάκουσα ούτε ξαναείδα τον Τάκη.
--------------------ο--------------------
Στις δέκα και κάτι, λοιπόν, κατάφερα κι έβγαλα «γραμμή», πάλι απ’ το κινητό μου.
- Σας τηλεφωνώ απ’ την Ελλάδα. Είμαι ο ξάδερφος του Τζίμη Κατσινούλα.
- Εδώ είναι∙ πάρτε τον...
- ... Τζίμη Κατσινούλας...
- Είσαι ο Τάκης Κατσινούλας; Απ’ την Ελλάδα τηλεφωνώ...
- Ναι, ναι...
Και μετά απ’ το «ναι, ναι» λέξεις ακαταλαβίστικες σε μένα∙ μάλλον Ισπανικά. Ούτε το ηχόχρωμα της φωνής του ούτε ο τόνος της μου έλεγαν κάτι.
- Είμαι ο ξάδερφός σου ο Κωστής Τσιάκαλος∙ με θυμάσαι;
- Ω ναι, ναι...
Και ξανά Ισπανικά, απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. Σκέφτηκα κάποια στιγμή μήπως κάποιος έχει στήσει φάρσα, αλλά γιατί....
- Λοιπόν, Τάκη, σε παρακαλώ να μου μιλάς μόνον ελληνικά για να σε καταλαβαίνω.
Αλλά και πάλι τα ίδια.
- Αν είσαι ο Τάκης Κατσινούλας, πες μου τα ονόματα του πατέρα μου και της μάνας μου, τα θυμάσαι;
- Ναι, ναι...
Ακολούθησε μικρή παύση κι ύστερα σα να ακούστηκε κάτι απ’ το βάθος και μετά ο Τάκης ήταν σαφής:
- ... Νικόλας και ... Στελανή!
- Και κάτι ακόμα, για να βεβαιωθώ ότι είσαι ο Τάκης, εγώ και συ είχαμε ιδρύσει ποδοσφαιρική ομάδα στο χωριό μας, πώς τη λέγαμε. Θυμάσαι;
Ο ξάδερφός μου, σε μηδέν χρόνο, απάντησε: Ερμής, Ερμής... Αλλά μετά ακολούθησε ένα κατεβατό Αργεντίνικα!
Η συνέχεια ήταν καλή. Μου είπε όλα τα ονόματα των αδελφών του -Γιώργος, Βασίλης, Χρήστος, Πάνος∙ φυσικά και την Αλεξάνδρα θυμήθηκε- και σιγά-σιγά του ξέφευγαν και κάποιες ελάχιστες ελληνικές λέξεις. Οπότε βεβαιώθηκα ότι όντως ήταν ο ξάδερφός μου.
Λίγους μήνες αργότερα, περί τα τέλη Μάη 2002, ο Τάκης, με ενέργειες και αρκετά τρεξίματα του αδερφού του Πάνου, που τότε ήταν δήμαρχος Νεάπολης, ήρθε στην Ελλάδα.
Στο νέο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» τον περιμέναμε αρκετοί. Η μάνα του -η θειά μου η Φώτω- και η μάνα μου -η ...Στελανή-, τα αδέρφια του ο Πάνος, ο Γιώργος κι ο Βασίλης.
Κατά τις επόμενες εβδομάδες ο Τάκης ήταν στο επίκεντρο του χωριού μας, της Σπολάιτας, όπου όλοι τον είχαν ξεγραμμένο∙ χαμένο οριστικά, ειδικά μετά τον ολιγοήμερο πόλεμο στα νησιά Φώκλαντ - λίγα χρόνια πριν είχε διαδοθεί στο χωριό ότι ο Τάκης ζει κάπου στην Αργεντινή. Κάποιοι είχαν μιλήσει απλώς «για φήμες» και κάποιοι άλλοι «για παραμύθια».
Τέλος πάντων, το γεγονός είναι ότι τον Τάκη Κατσινούλα τον βρήκαμε ύστερα από είκοσι εννέα ολόκληρα χρόνια χάρη στο internet! Ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Εθναπόστολου Κοσμά του Αιτωλού: «Θα ευρίσκετε τον αδελφό σας όπου γης γιατί θα έχει δεθεί ο κόσμος με ένα ράμμα». Αν θυμάμαι καλά τούτη η προφητεία ήταν λίγο μετά από την άλλη που έλεγε: «Θα ακούτε τον αδελφό σας που θα ευρίσκεται στη Μόσχα, τόσο καλά, σα να είναι στο διπλανόν οντά»! Αυτές τις προφητείες τις διάβαζα -ήμουν τότε εννέα ή δέκα χρονών- σ’ ένα βιβλιαράκι που είχε ο θείος μου Ηλίας Τσιάκαλος, ο οποίος και έφερε κατάστηθα διαμπερές τραύμα απ’ τον πόλεμο του 1940 κατά των φασιστών του Μουσολίνι.
Επιστρέφω στον πρωταγωνιστή τούτου του διηγήματός μου, τον Τάκη, ο οποίος ένα περίπου μήνα μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα ήρθε και με βρήκε στο Χαλάνδρι, όπου είμαι μόνιμος κάτοικος από εικοσαετίας περίπου. Τον πήρα και πήγαμε σε μια καφετέρια στην Πεντέλη∙ στον «Μπάκα». Εκεί θυμηθήκαμε τα δικά μας, τα παλιά∙ τέλη δεκαετίας του 1950. Δηλαδή σαράντα «και» χρόνια πριν. Ήδη τα ελληνικά του ήταν πολύ καλά∙ σιγά-σιγά τα ξαναθυμόταν λέξη προς λέξη. «Έρχονται από μόνα τους» μου είπε.
- Θυμάσαι μια φορά, που πήγαμε οι δυο μας να κολυμπήσουμε στ’ «Ανοίματα» στου «Καρέλου»; Πώς δεν μας πήρε το ποτάμι! Φύγαμε κρυφά απ’ το χωριό, περάσαμε απ’ το «Αμπελάκι» και κατεβήκαμε στον Αχελώο.
- Ναι, μια άλλη φορά είχαμε πάει στο Παλιογέφυρο για ψάρεμα∙ πιάσαμε μια δρομίτσα, αλλά μας ξεγλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια μας κι έπεσε πάλι μέσα στο ποτάμι! Τότε ήταν που απέναντι, λίγες δεκάδες μέτρα μακριά, που είχαν σκάσει εκείνες οι νάρκες ή ήταν χειροβομβίδες; Και σκοτώθηκε ένα παιδί, άλλα τραυματίστηκαν κι ένα τυφλώθηκε το καημένο. Απ’ το χωριό Ματσούκι ήταν όλα τα παιδιά.
- Όπως τα λες, ειδικά για το παιδί, που δυστυχώς τότε τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπό του με αποτέλεσμα να χάσει το φως του, έχω καλά νέα: Σπούδασε, έγινε δικηγόρος και επί πλέον έχει εκλεγεί βουλευτής. Λέγεται Πάνος Κουρουμπλής.
- Τι άλλο θυμήθηκα τώρα, ξάδερφε∙ μια φορά είχαμε πάει κάτω στον κάμπο εκεί που ο πατέρας σου είχε ένα χωράφι δίπλα ακριβώς απ’ το Πλατανόρεμα. Εκεί υπήρχε ένας τεράστιος πλάτανος κι απάνου στον κορμό του γράψαμε τα ονόματά μας με κεφαλαία γράμματα. Λες να υπάρχει ακόμα ο πλάτανος; Πρέπει να ’ναι ο μεγαλύτερος πλάτανος του κόσμου. Μαζευόμασταν τα μεσημέρια - διακόπταμε για καμιά ώρα το βοτάνισμα στα ρύζια - τρώγαμε κάτι τι και μετά πάλι μέσα στο χωράφι. Τα ονόματά μας λες να ’ναι ακόμα πάνω στον κορμό του πλάτανου;
- Άκου ξαδερφούλη, είχα πάει εκεί πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια μαζί με τον πατέρα μου -ζούσε ακόμα- και είδα τα ονόματά μας∙ δυσδιάκριτα, αλλά τα ξεχώρισα ΔΛΚ και ΚΝΤ. Πήγα και πέρυσι, αλλά δυστυχώς τίποτε δεν φαινόταν. Μας πήρε για πάντα μέσα του ο πλάτανος...
Ύστερα θυμηθήκαμε εκείνη την παράξενη ιστορία με τις παγίδες! Τις πάτες!
------------------ο-----------------
Ένα απόγεμα ήρθε ο ξάδερφός μου και μου ’πε πως σε μικρή απόσταση από τα σπίτια μας, που ήταν στην άκρη του χωριού, άκουσε ένα πουλί να κλαίει! Μαζί πήγαμε ως εκεί∙ προς το Παλιογέφυρο, μετά τα «μαντριά τ’ Λεφτέρ’», λίγο πριν απ’ το λιοτριβιό του Παπαθανάση. Μέσα από ένα μεγάλο σχίνο έρχονταν τα «κλάματα» ενός κότσυφα...
Σκύβουμε, ψάχνουμε μέσα στο σχίνο και βλέπουμε τον κοτσυφάκο να ’ναι ζωντανός, αλλά πιασμένος και απ’ τα δυο του πόδια σε μια παγίδα∙ να προσπαθεί να ξεφύγει και να μην μπορεί. Ράγισε η καρδούλα μας...
Αμέσως λευτερώσαμε τον κότσυφα, που πέταξε μακριά και καταστρέψαμε την παγίδα - ξεκλιτσώσαμε το κυρίως ξύλο, κόψαμε το σκοινί και τα πετάξαμε μακριά. Επιστρέψαμε πολύ γρήγορα στα σπίτια μας, όπου ο Τάκης είχε μια σπουδαία ιδέα «να πάμε να χαλάσουμε και όλες τις άλλες παγίδες έξω απ’ το χωριό μας, τη Σπολάιτα».
Καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο. Να πάμε Κυριακή πρωί, όταν όλος ο κόσμος θα είναι στην εκκλησία, για να μη μας δουν και ποιος μας σώζει! Θα τρώγαμε το ξύλο της χρονιάς αν μάθαιναν ότι εμείς χαλάσαμε τις παγίδες. Κάποια στιγμή ο Τάκης γύρισε και μου ’πε πως πρέπει να προσέξουμε πολύ για να μην αφήσουμε ντορό!
Έτσι κι έγινε. Πρέπει να ήταν η πρώτη Κυριακή του Νοέμβρη, γιατί ο τόπος ήταν γεμάτος πανέμορφα κυκλάμινα. Μόλις χτύπησε η δεύτερη καμπάνα, όπως είχαμε προ συνεννοηθεί, συναντηθήκαμε στο Καλαμάκι και από κει αρχίσαμε την εκστρατεία κατά των παγίδων, οι οποίες γύρω απ’ το χωριό και κυρίως βορειοανατολικά ήταν πολλές.
Για λόγους ασφαλείας είχαμε βρει στο κατώι του σπιτιού μου «ξένα» παπούτσια, αλλά επειδή ήταν μεγαλύτερα απ’ το νούμερό μας βάλαμε μέσα και μπροστά παλιόχαρτα. Κυριολεκτικά τα στουπώσαμε, τα πατικώσαμε για τα καλά, ώστε να μη μας είναι εμπόδιο στο περπάτημα.
Η επιχείρηση «καταστροφή παγίδων» είχε αίσιο τέλος. Δεν αφήσαμε παγίδα για παγίδα. Φτάσαμε ως τα Βαρκά και από κει ως το Δεντράκι στα Πεζούλια, στο Βατόκαμπο και στον Άμπλα.
Επιστρέφοντας κάναμε μια στάση στη Νεροτριβιά∙ σε κείνον τον πανέμορφο μικρό καταρράκτη, στον μικρό παραπόταμο του Αχελώου, Βλαχαλέξη, όπου πολλές γυναίκες της Σπολάιτας, κυρίως απ’ τη Σπανόραχη, μαζεύονταν κι έπλεναν τα βαριά ρούχα χτυπώντας τα με τον κόπανο. Εκεί ακούσαμε μια ντουφεκιά, προφανώς από κάποιο ασυνείδητο κυνηγό και κρυφτήκαμε πίσω από μεγάλα φελίκια. Στα επόμενα δευτερόλεπτα δίπλα μας έπεσε τραυματισμένο βαριά ένα μεγάλο πανέμορφο πουλί. «Μπεκάτσα ή πέρδικα θα είναι» είπε ο Τάκης και βγήκε απ’ τον κρυψώνα μας με πολλή προσοχή και το έφερε μέσα.
Λίγο αργότερα είδαμε τον λαθροκυνηγό, τον πασίγνωστο «μπαρμπα Μήτσο» να απομακρύνεται και να ’χει ζωσμένα στη μέση του πέντε με έξι σκοτωμένα κοτσύφια. Αμέσως με τον Τάκη, λες κι ήμασταν συνεννοημένοι, αρπάξαμε πέτρες από κάτω και καθώς ήμασταν λίγο ψηλότερα από κείνον τις ρίξαμε στο κεφάλι του! Κάποιες τον πέτυχαν, γιατί άρχισε τις βρισιές. Εγώ κι ο Τάκης, όπου φύγει-φύγει. «Χέσαμε μαλλιά από λύκο», όπως θα έλεγε η γιαγιά μου η Στάθω η Σουλιώτισσα.
Μετά από πολύ τρέξιμο ανάμεσα σε ελιές και μετά σε σχίνα και φελίκια σταματήσαμε.
- Ξάδερφε, μια πετριά τον πήρε κατακέφαλα∙ πολύ το φχαριστήθηκα, είπε ο Τάκης και βάλαμε τα γέλια.
Μετά από αρκετή ώρα επιστρέψαμε «στον τόπο του εγκλήματος» να δούμε αν ζει εκείνο το πολύχρωμο πουλί. Το βρήκαμε∙ ήταν «μωροζώντανο» στο ίδιο σημείο που το είχαμε αφήσει.
- Να του βάλουμε λίγο σάλιο εκεί που είναι τραυματισμένο, μπορεί να γιατρευτεί, λέει ο Τάκης και πράγματι οι δυο μας παίρναμε σάλιο απ’ το στόμα μας και το βάζαμε με το δάχτυλό μας στο πληγωμένο κορμάκι του πουλιού.
Το μεγάλο πουλί το ανεβάσαμε πάνω σ’ έναν μικρό βράχο και το αφήσαμε. Ελπίζαμε να γίνει καλά και να μπορέσει να πετάξει μακριά από τους αδίστακτους δολοφόνους κυνηγούς. Από κει πήγαμε πιο πέρα στα Πατσέικα και μετά κατηφορίσαμε προς το λιοτριβιό του Πάτρα. Λίγο πριν βλέπουμε τη «σουρλοκάλυβα» των Γριβαίων παρατημένη, γιατί ήδη είχαν μετακομίσει στα Ρουσέικα απ’ την προηγούμενη χρονιά.
- Πάμε να δούμε πώς είναι μέσα μια τόσο ψηλή και στρογγυλή καλύβα; λέει ο Τάκης.
Πήγαμε και τι είδαν τα μάτια μας απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα; Τον μπαρμπα Μήτσο ξαπλωμένο να κοιμάται ανάσκελα του καλού καιρού και να ροχαλίζει με το στόμα ανοιχτό!
Την ίδια στιγμή ένα μεγάλο πουλί, όμοιο με κείνο, το βαριά πληγωμένο, μπήκε μέσα πετώντας, έκανε μια γυροβολιά κι «απόλυσε» μια τεράστια κουτσουλιά ακριβώς πάνω στα μούτρα του μπαρμπα Μήτσου κι ύστερα βγήκε αμέσως πετώντας μακριά. Εκείνος πετάχτηκε βρίζοντας∙ εγώ κι ο Τάκης πήραμε δρόμο.
- Λες και τού ’χαμε διαταγμένο αυτό το πλί∙ πήρε εκδίκηση για ό,τι έκανε στ’ άλλου, είπε ο ξάδερφος, που ακόμα γέλαγε με την κουτσουλισμένη φάτσα του μπαρμπα Μήτσου.
Εγώ κι ο Τάκης επιστρέψαμε λίγο αργότερα πάνω στο χωριό και ουδείς πήρε είδηση τι είχαμε κάνει.
Το βραδάκι της άλλης μέρας ο πατέρας μου γύρισε απ’ το καφενείο στο σπίτι και τον άκουσα να λέει στη μάνα μου πως το χωριό είναι ανάστατο, γιατί «κάποιος χάλασε σχεδόν όλες τις παγίδες και ο ένας κατηγορούσε τον άλλον κι ο άλλος έλεγε για τον άλλον∙ δεν βρίσκεις άκρη, κανένας δεν ξέρει την αλήθεια»!
Τρεις μέρες αργότερα κι αφού όλοι οι χωριανοί ήταν αναστατωμένοι με ό,τι είχε συμβεί, εγώ κι ο Τάκης σκεφτήκαμε να πάμε να δούμε εκείνο το παράξενο πουλί∙ είχε πετάξει ή είχε πεθάνει;
Μια και δυο απογευματάκι πήραμε το δρόμο για τα Βαρκά, κοντά στη Νεροτριβιά. Πλησιάσαμε κάτω απ’ το βραχάκι, όπου είχαμε αφήσει το πληγωμένο πουλί - είχαμε πάρει μαζί μας και λίγο ψωμάκι, αν ήταν εκεί να το ταΐσουμε.
- Σιγά-σιγά, μήπως κοιμάται, λέει ο Τάκης∙ πλησιάζαμε ακροπατώντας. Από δεξιά μας ακούγονταν κελαρυστά τα νερά του μικρού καταρράκτη κι απ’ τα αριστερά μας, όπου ο μικρός βράχος με εκείνο το όμορφο πολύχρωμο μεγάλο πουλί έρχονταν σιγανές παράξενες εξαίσιες μουσικές, που έσμιγαν με τον αέρα που ερχόταν μέσα απ’ τα λιοστάσια. Μαγικά θροΐσματα ανέμου.
- Ακούς; λέει σιγανά ο Τάκης.
- Ακούω, αλλά τι να ’ναι; Από πού έρχονται αυτές οι μουσικές; Το τραγούδι τ’ ακούς;
Ο Τάκης έδειξε προς το μέρος όπου ήταν το πουλί∙ στα δυο-τρία μέτρα. Κάποια σχίνα, φελίκια και πουρναράκια έκρυβαν ακόμα το χώρο που βρισκόταν το πουλί. Πλησιάσαμε κι άλλο σιγά-σιγά...
Το πουλί ήταν ακριβώς στο σημείο, που το είχαμε αφήσει πριν από τρεις μέρες και είχε το στοματάκι του λίγο ανοιχτό. Η παράξενη μελωδία ερχόταν από κει. Καθώς ανάλαφρα περνούσε το αεράκι ανάμεσα απ’ το μισάνοιχτο ράμφος του, σχηματίζονταν υπέροχες, υπερκόσμιες μουσικές ως υπόκρουση σ’ ένα απαλό, πολύ σιγανό τραγούδι!
- Σαν ωραία ψαλμωδία ακούγεται, είπε ο Τάκης χαμηλόφωνα. Μαγεμένοι, καθηλωμένοι μείναμε ακίνητοι κι ακούγαμε εκστατικοί το αλλόκοσμο τραγούδι, που το συνόδευαν μουσικές, λες από χορωδία αγγέλων. Συνεπαρμένοι, αλλοπαρμένοι, με κομμένη την ανάσα για πολλή ώρα ενωτιζόμασταν από μουσικές πανδαισίες, συναυλίες, τις οποίες συνέθεταν παράξενες συγχορδίες. Τούτες οι γλυκιές μουσικές, κάποιες στιγμές θαρρείς πως έρχονταν από τα βάθη των αιώνων. Ήχοι μελωδικοί από αρχαίων Ελλήνων άρπες σε θεϊκό συνταίριασμα με αυλούς, που είχαν μια απαραβίαστη ιερότητα∙ μυσταγωγία Θεία κοινωνία αχράντων μυστηρίων. Και το τραγούδι απ’ το μισανοιγμένο στόμα του πουλιού σιγά-σιγά δυνάμωνε και συνάμα γινόταν μελωδικότερο∙ τόσο που και ο αέρας κόπασε για ν’ ακούγεται μόνο το τραγούδι. Χίλια γλυκόλαλα αηδόνια της Άνοιξης μαζί.
Και πεθαμένο εκείνο το πανέμορφο πουλί τραγουδούσε υπέροχα. Κανένας κυνηγός δεν θα μπορέσει να σκοτώσει το τραγούδι του. Ποτέ δεν θα καταφέρει να του κλείσει το στόμα. Οι επουράνιες μουσικές του - μουσικές αρχαγγέλων - ποτέ δεν πρόκειται να σιγήσουν.
Ο Τάκης κι εγώ θα θυμόμαστε πάντα εκείνη την παράξενη μελωδία, εκείνο το μαγικό του τραγούδι με μουσικές υποκρούσεις σαν από έργα Σοπέν. Έτσι θα κελαηδάει εσαεί∙ στους αιώνες των αιώνων!
------------------ο-----------------
Από την καφετέρια της Πεντέλης επιστρέψαμε στο Χαλάνδρι, συνεχίζοντας τις αναδρομές στα παιδικά μας χρόνια.
Στις επόμενες μέρες, χάρη σε μια τυχαία συνάντηση με την καλή μου φίλη απ’ τα φοιτητικά μας χρόνια Μίνα Φειδά, ο Τάκης προσλήφθηκε ως φύλακας στη μεγάλη βιομηχανία υποδημάτων «Φειδάς», που παράγει τα περίφημα υποδήματα «Boxer», με εξαγωγές σε Ρωσία, Γερμανία, Αμερική και πολλές άλλες χώρες.
Μια δυο φορές το μήνα περνάω από κει, βλέπω τον ξάδερφό μου και θυμόμαστε τα παλιά. Τις προάλλες θυμηθήκαμε «τα ρεβύθια και τα κυδώνια» του μπαρμπα Τέλιου. Ακόμα πως προσπαθούσαμε να γράψουμε τα ονόματά μας πάνω στην κοτρώνα, κοντά στο Αλωνάκι και άλλα πολλά... Όπως πολλές φάσεις απ’ την ποδοσφαιρική μας ομάδα Ερμής σε αγώνες που δίναμε κυρίως με το Περιστέρι, πότε στο Αμπελάκι και πότε στο Κόνισμα...
Το παλιό μυστικό.
... Και όμως, ο Τάκης έκρυβε ένα παλιό μυστικό! Όταν του είπα ότι έχω γράψει διήγημα για κείνο το ωραίο πουλί, που είχε σκοτώσει ο μπαρμπα Μήτσος, το οποίο τραγουδούσε αν και σκοτωμένο, ο Τάκης γύρισε και πολύ σύντομα μου είπε τη συνέχεια.
- Άκου ξάδερφε, σαράντα τόσα χρόνια από τότε και σου τα ’χω πει όλα για μένα εκτός από ένα. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, από τότε που εκείνος ο άνθρωπος -Θεός σχωρέστον- είχε δολοφονήσει το όμορφο μεγάλο πουλί, δηλαδή το καλοκαίρι του 1959 ή 1960, τότε που εσύ είχες ξεκινήσει το Γυμνάσιο στο Αγρίνιο, τον βρήκα να κοιμάται μεσημεριάτικα στον πλάτανο του Μπαζίνη. Στα ποτιστικά, λίγο πιο κάτω απ’ το δικό σας χωράφι, που είναι κοντά στο Πλατανόρεμα. Κοιμόταν και ροχάλιζε∙ όπως τότε στη Γριβέικη καλύβα στα Βαρκά. Ακουγόταν ως πέρα στο ανάχωμα.
Που λες ξάδερφε, πλησιάζω σιγά-σιγά και βλέπω να έχει το όπλο του, εκείνο το κυνηγετικό, ακουμπισμένο στον κορμό του πλάτανου. Όσο γινόταν πιο αθόρυβα το πήρα και όπου φύγει-φύγει... Κοίταξα δεξιά-αριστερά μη με δει κανένα μάτι και πέρασα το ανάχωμα∙ κατευθείαν στον Αχελώο και το ’ριξα μέσα στα πολύ βαθιά.
Έμαθα ότι την άλλη μέρα είχε πάει στην αστυνομία -κάτω στη Γέφυρα- και κατήγγειλε πως του έκλεψαν το όπλο. Το νέο μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό, αλλά κανένας δεν τον πίστευε∙ οι πιο πολλοί είπαν ότι θα το πούλησε σε κάποιον Αγρινιώτη, γιατί είχε ξεμείνει από λεφτά και για να δικαιολογηθεί στην κυρά Μήτσαινα έφτιαξε το παραμυθάκι της κλοπής...
- Έτσι έγινε, ξάδερφε -συνέχισε ο Τάκης- αλλά το είχα μέσα σαν λιγάκι βάρος∙ είπα τώρα την αμαρτία μου σε σένα και ξαλάφρωσα. Δεν μου λες ξαδερφούλη, είχα κάνει καλά τότε; με ρώτησε.
- Πρώτα απ’ όλα, ξαδερφούλη, αμαρτία εξομολογημένη αμαρτία δεν είναι. Δεύτερο και το σπουδαιότερο∙ τότε που εξαφάνισες εκείνο το δολοφονικό όπλο είχες πράξει άγια. Γλύτωσες αρκετά πουλιά. Να είσαι περήφανος για κείνη την πράξη σου. Όλα τα όπλα πρέπει να εξαφανιστούν από προσώπου γης...
Υ.Γ.: Το άλλο μυστικό.
Στην αμέσως επόμενη συνάντησή μου με τον ξάδερφό μου, τον Τάκη, θα του εκμυστηρευτώ μια έκπληξη, που μου είχε επιφυλάξει ένας συμπαθέστατος χωριανός μας, ο Βάγιος Κοτρώτσος∙ σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός μας.
Θυμάμαι αμυδρά -ήμουν πολύ μικρός, ίσως πέντε ή έξι ετών- ένα πρωινό, στα Σάντα ή Τραγάνες, όπου είχαμε καπνά, τον περίμεναν η μάνα του η κυρά Κοτρώτσαινα μαζί με τη μάνα μου, τις θείες μου Λίαινα, και Δήμαινα, τη νονά μου τη Χριστοφορίνα Φασούλα και την Πάναινα να επιστρέψει απ’ τον πόλεμο της Κορέας∙ και ήρθε! Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνα τα χαρούμενα πρόσωπα της μάνας του, αλλά και των άλλων γυναικών...
Λοιπόν, πρέπει να ήταν το 1989 και βρέθηκα στο χωριό μας, τη Σπολάιτα. Εκεί στο καφενείο του Μπαζίνη ο κυρ Βάγιος ήταν μαζί με τον Βαγγέλη Φαρμάκη, τους θείους μου Στάθη Τσιάκαλο, Βασίλη Καλοδάνη και δυο-τρείς άλλους. Εις επήκοον όλων ο Βάγιος με φώναξε και με την ιδιόρρυθμη Αγρινιώτικη προφορά μου ’πε:
- Φούλη μ’ θέλου να μ’ κάνεις μίνια μιγάλ’ χάρ’!
- Δύο χάρες για τον κυρ-Βάγιο, είπα εγώ.
- Θέλου να γράψεις ένα ουλόκληρου ριπουρτάζ για το πώς, πριν από τριάντα τόσα χρόνια δυο πιτσιρικάδες έντεκα με δώδεκα χρονώ, κατάφιραν γυρνώντας από χουράφ’ σε χουράφ’ να χαλάσ’νι σχιδόν ούλες τις παΐδις. Και τόκαναν αυτό επειδή αγάπαγαν πάρα πολύ τα πλιά και δεν ήθελαν να τα σκουτών’ ου καθένας!
Ακούγοντάς τον εγώ έμεινα σύξυλος∙ δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Να, λοιπόν, που ένας χωριανός ήξερε το «επτασφράγιστο μυστικό» με τις παγίδες.
Και συνέχισε ο κυρ Βάγιος:
- Θα γράψεις, με μιλανίσια, μι σταμπίσια γράμματα να μη σβήνουν ότι και οι δυο ήταν πουτσαράδες. Το ’λεγε η περδικούλα τους, σου ’πα κι ας ήταν μ(ι)κρά πιδγιά∙ στου δημουτικό σχουλείου πήγαιναν.
Κι ενώ εγώ δεν έχω συνέλθει απ’ το σοκ της «αποκάλυψης» και έμεινα κάπως αμήχανα και κοίταζα τον κυρ Βάγιο, πετάχτηκε ο θείος μου ο Βασίλης Καλοδάνης και του ’πε:
- Τι λέει του π’λι σ’ ουρέ Βάγιο, θα βάλ’ς τον ανιψιό μ’ σι μπιλάδις. Ισύ ανιψιέ κάνε τη δ’λειά σ’ όπους ξερ’ς καλύτερα...
Πάνω στην ώρα ένας απ’ τους χωριανούς μου σηκώνεται να βγει έξω και σπρώχνει ελαφρά, μάλλον επίτηδες, έναν άλλον, τον Κίτσο, ο οποίος γυρίζει, ασφαλώς πειραγμένος και έσυρε τα εξ αμάξης στον ωθήσαντα:
- Άει στου κόρακα ρε... στραβουμάρα εχ’ς... Άει σιαπέρα... Μη μ’ αμπώχνεις ιμένα γιατί θα σ’ φέξου κάναν κατακέφαλον κι θα σούρθ’ ου ουρανός σφουντήλ’! Αει κατ’ ανέμ’!
- Και πώς ξέρεις εσύ κυρ Βάγιο ότι ήταν μικρά παιδιά, αυτοί που κατέστρεψαν τις παγίδες τότε... Ποιος σου τόπε; ρώτησα εγώ.
- Κανένας δε μ’ τούπι, τ’ς είχα ιδεί μι τα ίδια μ’ τα μάτια. Εκεί παραδίπλα απ’ τη Νερουτριβιά κι ου μακαρίτ’ς ου μπαρμπα Μήτσους κυνήγαει Κυριακή πρωί-πρωί να μη χάς καμιά Κυριαρίνα ή κανιά πέρδικα. Είχε φάει κι κατ’ πετριές στου κιφάλι τ’ πουλύ του χαρ’κα τότε. Ιμένα βέβια κανένας δε με είχι πάρ’ είδησι ούτε ου μακαρίτ’ς ούτι τα πιδγιά∙ τι πιδγιά, λιανουπαίδγια ήταν... Κι άμα θέλ’ς να σ’ που ουνόματα στα λέου, αλλά στ’ αυτί∙ γιατί τόσα χρόνια, όπους θα κατάλαβις, στόμα είχα και μιλιά δεν είχα! Τουν έναν απ’ τ’ς δυο πιτσιρικάδις μίνια φουρά τουν βρήκα μουναχό τ’κι τουν ρώτ’σα έτς για να τουν π’ράξου γιατί ουρέ πιδί μ’ χαλάς τ’ς πα∙ΐδις κι ξέρ’ς τι μ’ απάντησι «έτσι μ’ σκάει»...
Ο κυρ Βάγιος μου έκλεισε πονηρά το ένα μάτι κι εγώ του υποσχέθηκα να γράψω για τις παγίδες που τις κατέστρεψαν δυο μικρά παιδιά που αγαπούσαν τα πουλιά∙ «αλλά όχι τώρα, αργότερα». Μετά και από άλλα είκοσι τόσα χρόνια, καιρός ήταν...
---------------ο--------------
Επόμενο διήγημα του Κωστή είναι το: «Η τιμωρία».
---------------ο---------------
Σύντομο βιογραφικό. Ο Κωστής Τσιάκαλος γεννήθηκε στην Σπολάιτα Αγρινίου. Η καταγωγή των γονιών του είναι από την Αργιθέα Αγράφων-εκείθεν από το Σούλι.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣ επί 32 συνεχή χρόνια.
Υπήρξε διευθυντής τύπου της ΓΣΕΒΕΕ (1977-1983), Προϊστάμενος του γραφείου τύπου του ΕΟΜΜΕΧ (1984-2007).
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1978, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συνταχτών και της διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. (IFJ).
Έχει εκλεγεί δέκα φορές στο Μικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ και δυο φορές αντιπρόσωπος στην ΠΟΕΣΥ. Στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ το 1999 έλαβε παμψηφία.
Έχει διδάξει σε σεμινάρια δημοσιογραφίας που αφορούσαν σε μεταπτυχιακές σπουδές. Επίσης έχει κάνει εισηγήσεις και έχει προεδρεύσει σε συνέδρια δήμων, επιχειρήσεων, οργανώσεων, οργανισμών.
Έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις για το λογοτεχνικό του έργο. Το 2014 τιμήθηκε με το Ρωσικό βραβείο ποίησης από την Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα. Πρόσφατα τιμήθηκε με το «Α» βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Πολιτισμού καθώς και με το χρυσό βραβείο «Ρήγας Φεραίος».
Επιμέλεια: Απόστολος Κων. Καρακώστας
Α.Κ.Κ.