Η
τοποθεσία της γέφυρας Βέργας και οι άλλες γέφυρες στον Ίναχο. Ποιοι την
χρησιμοποιούσαν τα περασμένα χρόνια.
Ανάμεσα σε
τρεις ράχες και δυο ποτάμια, σχηματίστηκε μετά από πολλές χιλιετίες προσχώσεων,
μια μικρή κοιλάδα περίπου εκατό στρεμμάτων. Τα δυο ποτάμια, ο Ίναχος και το
Βουλτσόρεμα, ενώνονται εδώ στην κοιλάδα της Βέργας και συνεχίζουν
την πορεία ενωμένα προς τα κάτω.
Κατά μήκος
του ποταμιού τους τελευταίους τέσσερες
αιώνες κτίστηκαν πέντε πέτρινα γεφύρια. Κάποια από αυτά πιθανόν πάνω στα
θεμέλια παλιότερων.
Οι
αποστάσεις μεταξύ των γεφυριών στον Ίναχο, πριν έρθει το χιλιόμετρο, αλλά και
για πολύ καιρό μετά, υπολογίζονταν με τον χρόνο. Λέγανε λοιπόν ότι από την μια γέφυρα στην
άλλη ήταν περίπου δύο ώρες δρόμος για πεζούς και φορτωμένα αλογο-μούλαρα.
Ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, πρώτη γέφυρα ήταν της Ποδογοράς,
σήμερα ημιβυθισμένη στην λίμνη του φράγματος Καστρακίου, εκεί που εκβάλει ο
Ίναχος.
Πρώτη της Ποδογοράς
Δεύτερη η Γέφυρα της Βέργας
Τρίτη των
Χαλκιοπούλων, (η παλιά τρίτοξη πέτρινη γέφυρα)
Τέταρτη
του Εμπεσού.
Πέμπτη του Θυάμου
(πιθανόν με δύο τόξα). Έχουν μείνει μόνο τα δύο ακραία βάθρα της.
Η θέση του
γεφυριού της Βέργας είναι στην ομώνυμη εύφορη κοιλάδα η οποία σχηματίσθηκε με
τις επί πολλές χιλιάδες χρόνια προσχώσεις του Ινάχου και των χειμάρρων που
έρχονται από τις γύρω λαγκαδιές. Οι χείμαρροι αυτοί είχαν και έχουν για μας
τους ντόπιους ονόματα. Είναι το ρέμα από τα Χαρίσματα, το Πεζλόρεμα, το
Κυπριόρεμα, το Κουκλόρεμα και το Κατσανόρεμα. Ενώνονται με το ρέμα που
έρχεται από την Πετρώνα και όλα μαζί σχηματίζουν το Βουλτσόρεμα. Χύνεται
στον Ίναχο διακόσια μέτρα πιο κάτω από την γέφυρα. Ο Ίναχος είναι το φυσικό
σύνορο ανάμεσα στις κοινότητες Μαλεσιάδας και Πετρώνας. Η γέφυρα ενώνει
τις αγροτικές περιοχές των δυο χωριών. Μακρυά από κατοικημένες περιοχές η παλιά
και τώρα η νέα γέφυρα (600 μέτρα πιο κάτω) ήταν και είναι ένα φυσικό κομβικό
σημείο, ένα σταυροδρόμι όπου ενώνονται οι δρόμοι της Δυτικής Ευρυτανίας και
του Ορεινού Βάλτου.
Από την
στενωπό της κοιλάδα της Βέργας, πέρασαν αναρίθμητοι άνθρωποι, καραβάνια και
τσελιγκάτα, ομάδες μεταναστευτικές, και επιδρομικές. Τουρκαλβανικά
ασκέρια, κατατρεγμένοι απ’ τους δυνάστες
πρόσφυγες, κλέφτες αγωνιστές πριν και μετά το 1821. Στρατιωτικά σώματα
οριοφυλάκων, ληστοσυμμορίες και αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής μετά την
απελευθέρωση στα επόμενα εκατό χρόνια. Κατακτητικοί στρατοί εισβολέων πέρασαν
σε όλους τους αιώνες, μέχρι και στην πρόσφατη ιστορία του δευτέρου Παγκοσμίου
πολέμου, πρώτα οι Ιταλοί και μετά οι Γερμανοί.
Σταθερές
εποχιακές μετακινήσεις γίνονταν κάθε φθινόπωρο και άνοιξη, από κτηνοτρόφους των
Αγράφων, που ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους κάτω στους κάμπους. Από την
Θεσσαλία κάθε χρόνο φέρνανε άλογα-μουλάρια-γαϊδούρια-βόδια-γίδες και πρόβατα
στο παζάρι του «Καρβασαρά στις 20» για να τα πουλήσουν ή να τα κάνουν «τράμπα».
(20 Σεπτέμβρη με το παλιό ημερολόγιο-3 Οκτώβρη με το νέο).
Άνθρωποι και
προϊόντα μετακινούνταν τους τέσσερες τελευταίους αιώνες, περνώντας πάνω από την
πέτρινη γέφυρα, μέχρι το 1970, από και προς το λιμάνι του Καρβασαρά (το 1908 μετονομάστηκε σε Αμφιλοχία. ΦΕΚ
288-21 Νοεμβρίου 1908 αλλά για τους Βαλτινούς παρέμεινε το παλιό όνομα μέχρι
και το 50-60) και το εμπορικό κέντρο της Αιτωλοακαρνανίας το Βραχώρι.
(Αγρίνιο από το 1835).
Καραβάνια
εμπόρων πέρναγαν αρχές Σεπτέμβρη για το πανηγύρι της Παναγίας στην Τατάρνα
Ευρυτανίας. Φέρνανε όλων των ειδών τα προϊόντα, από είδη ρουχισμού και
υποδήσεως μέχρι οικιακά σκεύη. Μαζί με τα καραβάνια ταξίδευαν για ασφάλεια και
πολλοί ανεξάρτητοι γυρολόγοι. Καλατζήδες για γάνωμα χάλκινων
καζανιών-τεντζερέδων-αρβαλιωτών
κατσαρολιών-βλαχοτήγανων-σαγανιών-τσουκαλιών-ταψιών-τηγανιών-κουταλιών και
πιρουνιών. Τεχνίτες σκευών από λαμαρίνα που κατασκεύαζαν επί τόπου,
γάστρες-ποτίστρες-μπικιόνια-μπρίκια-λυχνάρια και άλλα χρήσιμα αντικείμενα
καθημερινής χρήσης. Ακόμα περνούσαν τεχνίτες κοφινιών-καλαθιών και καρεκλών με
την πραμάτεια τους. Μαζί και σιδηρουργοί που επισκεύαζαν κυρίως αγροτικά
εργαλεία, τσάπες, σκαμπάνια, γενιά, τσεκούρια. Ακόμα σαμαρτζήδες και ραφτάδες.
Όλοι αυτοί δεν περιορίζονταν να πωλήσουν μόνο στο πανηγύρι. Όταν κατασκήνωναν
στην Βέργα, τον Σεπτέμβρη που τα καλαμπόκια είχαν μαζευτεί από τα χωράφια,
πούλαγαν και στους εξοχίτες της περιοχής που ζούσαν μακριά από τα χωριά, και
έρχονταν με το σουρούπωμα να δουν τι
«καλά» κουβαλάνε οι εμπόροι.
Τα
καλοκαίρια φορτωμένα μουλάρια κουβάλαγαν παραθεριστές από τα καπνοχώρια κάτω
στους κάμπους, στα «ζεστά» ιαματικά λουτρά Κρεμαστών στον Αχελώο και στα «κρύα»
των Χαλκιοπούλων, τρία χιλιόμετρα πιο πάνω από την Βέργα. Καθημερινά περνούσαν
αγωγιάτες από την Ευρυτανία με φορτωμένα μουλάρια προς και από την Αμφιλοχία.
Ποικίλα φορτία μεταφέρονταν πάνω από το γεφύρι. Προς τα κάτω τυριά-βούτυρα-μαλλιά-υφαντά-ρίγανη-δαφνόφυλλο-ρίζες από ρείκια και άρρωστοι που
πήγαιναν σε γιατρό. Προς τα πάνω βασικά είδη, από το μονοπώλιο αλάτι και
φωτιστικό πετρέλαιο. Αλεύρι καθάριο-λάδι σε κασόνες με 2 τενεκέδες η κάθε
μία-τσιμέντα-τσίγγια-κεραμίδια-σανίδια-και πολλά άλλα εμπορεύματα απαραίτητα
για τα ορεινά χωριά. Εκατοντάδες άνθρωποι περνούσαν την άνοιξη προς τα κάτω για
να δουλέψουν στα ρύζια του κάμπου. Όλοι είχαν στην πλάτη τους το σακούλι τους με
ψωμοτύρι τυλιγμένο σε πετσέτες για να τρώνε στον δρόμο, το ασκί τους για νερό
και ένα υφαντό χιράμι για να το στρώνουν και να κοιμούνται τα βράδια. Γύριζαν
μετά 2-3 μήνες φορτωμένοι άνδρες και γυναίκες με τα απαραίτητα ψώνια για να
βγάλουν τον χειμώνα.
Απόστολος
Κων. Καρακώστας